Όνειρο... (Διήγημα)


Σ' ευχαριστώ που μου έδωσες την ευκαιρία...
...σ' αγαπώ... λίγα μόνο λεπτά... λίγες στιγμές... σ' ευχαριστώ...

Η μέρα διαγραφόταν ξεκάθαρα στον ορίζοντα μέσα από τα αχνά, υγρά πρωινά σύννεφα. Ήταν κάτι που ο Παύλος έβλεπε για πρώτη φορά, εκείνους τους μικρούς, ακαθόριστους λεκέδες στο στερέωμα που πάλευε να χωρίσει το μπλε από το μαύρο, εμφανώς πολύ απασχολημένο για να παρατηρήσει ότι ήταν λερωμένο.

Έκανε ένα κύκλο στον έρημο δρόμο. Οι ανταύγειες της αυγής λαμποκοπούσαν πάνω στις πρωινές δροσοσταλίδες των δέντρων. Τα φτερωτά πλάσματα έκαναν χαρμόσυνες αναγγελίες της νέας μέρας, η Σελήνη χανόταν με αργό ρυθμό, αβοήθητη, μέσα στην αγκαλιά του Ηλίου, θα’ λεγε κανείς αδιάφορα, σαν να γνώριζε πως ο θάνατός της θα ήταν προσωρινός, λες και με τον Ήλιο είχε κάποια σχέση μυστική, που της επέτρεπε να γνωρίζει τα λαμπερά μυστικά του.

Τα σύννεφα διαλύονταν σε σχηματισμό μπαλέτου, με ένα μονόχρωμο χορό. Η νύχτα τραβούσε αργά μαζί της τα άστρα και οι λεκέδες γίνονταν όλο και πιο έντονοι, καθώς έρχονταν σε αντίθεση με το γαλάζιο φως του ουρανού.

Έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε.

Ένας αναστεναγμός ανακούφισης ελευθερώθηκε από το στήθος του και εκτινάχτηκε από το στόμα του πηγαίνοντας να συναντήσει τη Σελήνη, καθώς οι μικροί, μαύροι τώρα, εισβολείς του διαστήματος χάθηκαν για πάντα μέσα στις ίνες του κίτρινου πανιού που χάιδευε στοργικά τους φακούς.

Η προηγούμενη νύχτα ήταν για αυτόν και τη μικρή του αγάπη πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τη νύχτα της Σελήνης και όπως ήταν φυσικό η κούραση τον είχε κάνει αρκετά απρόσεκτο για να αφήσει τα γυαλιά του να διαβάσουν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τον πρωινό του καφέ έξω από το φλιτζάνι. Το πράσινο γινόταν όλο και πιο ζωηρό τώρα και τον τραβούσε με ζήλια να το ακολουθήσει, παίρνοντας ακανόνιστες στροφές στο πλάι των δρόμων, ως εκεί που έβλεπαν τα μάτια του, πίσω από τα ελεύθερα πια από μαγικές προβλέψεις του μέλλοντος γυαλιά του.
Ένοιωθε να τυλίγεται ολόκληρος από την αυγή και να γίνεται όλο και πιο ελαφρύς. Ήταν αλήθεια, άραγε, ο,τι έβλεπε; Σκεφτόταν κάπου κάπου ότι όλα αυτά που του συνέβαιναν τον τελευταίο καιρό ήταν εξαιρετικά περίεργα. Θυμόταν τον εαυτό του τρεις ώρες πριν, που ξύπνησε από έναν υπερβολικά δυσάρεστο εφιάλτη. Η Λία κοιμόταν ακόμα όταν την ξύπνησε το ουρλιαχτό του. Η μήπως δεν ούρλιαξε; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Η αυγή ερχόταν όλο και πιο κοντά του.
"Αγάπη μου;"

Η καρδιά του στεκόταν εκεί και του χαμογελούσε νυσταγμένα, στην πόρτα του σπιτιού. Ήταν όμορφη, ομορφότερη από ποτέ το πρωί, παρόλο που οι περισσότεροι άντρες θεωρούν το πρωί ως τη χειρότερη ώρα για να αντικρίζεις τον έρωτά σου καταπρόσωπο.

Φορούσε μια ελαφριά ρόμπα, σχεδόν διάφανη, προφανώς όχι επειδή συνήθιζε να κοιμάται με αυτή. Του Παύλου του άρεσε αυτό. Ήταν πραγματικά εντυπωσιακό το πόσο επιθυμητό μπορούσε να κάνει το περιτύλιγμα ένα δώρο, παρ' όλο που στο τέλος πάντα το σκίζεις και κρατάς το εσωτερικό, αυτό το οποίο το περιτύλιγμα δεν σε αφήνει να δεις. "Παλιό αυτό", σκέφτηκε εκείνη την ώρα ο Παύλος, "Αλλά και τι δεν είναι παλιό; Νέο για μένα και για εκείνη, παλιό για το Θεό. Έχει ξαναγίνει", συμπλήρωσε η φωνή μέσα του, που θα ορκιζόταν ότι έμοιαζε με γυναικεία.

Ήταν εντυπωσιακό το πόσο όμορφη φαινόταν αυτή την ώρα της ημέρας η Λία. Η ρόμπα άνοιγε λίγο πιο πάνω από το στήθος της, σαν να πάλευε να σχιστεί στα δύο από μόνη της για να δείξει στον κόσμο αυτό που έκρυβε μέσα της, την τέλεια υλική υπόσταση του σκοπού του στη ζωή αυτή.
Ένοιωθε ωραία που βρισκόταν μαζί της, μετά από τόσο καιρό και δεν είχε βαρεθεί ούτε ένα μικρό κομματάκι του κορμιού της, ούτε ένα μικρό κύμα της ψυχής της. Του χαμογελούσε με τα γαλανά της μάτια και τα μακριά, καστανόξανθα της μαλλιά. Έμοιαζε ένα με τη φύση, σαν να την είχε κόψει κάποιος κατά λάθος από ένα κήπο γεμάτο τριανταφυλλιές, κάποιος που διάλεγε τα πιο ζωηρόχρωμα τριαντάφυλλα, αρκετά σφιχτόκλειστα ώστε να δείχνουν στα πέταλά τους την κίνηση του ανθίσματος τους.

"Τι σε τρόμαξε το βράδυ και πετάχτηκες τόσο απότομα;"

Δεν είχε ουρλιάξει. Θα το έβλεπε στο όνειρό του. Η Λία προσπαθούσε να τον διασκεδάσει με το πλατύ της χαμόγελο, το οποίο διαγραφόταν σχεδόν παντού επάνω στο καλλίγραμμο σώμα της, βλέποντας την έκφραση καθυστερημένης απόγνωσης που είχε αποκτήσει.

- Ονειρευόμουν πως κάναμε έρωτα, της είπε χαμογελώντας.
- Μου φαίνεται πως δεν σου είναι αρκετό ένα ολόκληρο βράδυ, είπε η Λία κοκκινίζοντας, μάλλον από ικανοποίηση παρά από ντροπή. Το χαμόγελό της δάνεισε τη λάμψη του για λίγο στην αυγή που τώρα αντιμετώπιζε δυσκολίες με κάποια απρόθυμα, λαμπερότερα από το συνηθισμένο αστέρια. Τα αστέρια εξαφανίστηκαν πίσω στο ράφι του Θεού μονομιάς, περιμένοντας υπομονετικά να τα ξανακατεβάσουν όταν οι άνθρωποι θα είναι πάλι έτοιμοι να τους ρίξουν μια ματιά.

- Δεν ξέρω... μου φαίνεται ότι ώρες ώρες νοιώθω πολύ ανόητα. Δεν ήταν τίποτα, απλά ένας εφιάλτης που με τρόμαξε πολύ.
- Το κακό δεν φεύγει αν δεν το ξορκίσεις, είπε η Λία. Το πολύ πολύ να βουλιάξει κάπου ώσπου να του δώσεις την ευκαιρία να σε ξανακυριεύσει. Πες μου τι είδες.

Ο ήλιος έκανε δειλά την πρώτη του εμφάνιση σαν άπειρος κομπάρσος του θεάτρου από τη μεριά της Ανατολής, όπως συνήθιζε. Θα έλεγε κανείς ότι κορόιδευε τους ανθρώπους, μια και όλοι ξέρανε ότι ο ήλιος ανατέλλει συνέχεια, αν ταξιδεύεις συνέχεια προς την Ανατολή. Ο ήλιος το ήξερε αυτό. Του άρεσε να παίζει αυτό το παιχνίδι. Χαμογέλασε για μια στιγμή στη Λία και η Λία του ανταπόδωσε το χαμόγελο καλύπτοντας τον με τη δική της λάμψη. Πικραμένος, συνέχισε να παίζει τον κομπάρσο για αυτούς που κατοικούσαν λίγα χιλιόμετρα Δυτικότερα.

- Δεν είδα... αυτό ήταν που με τρόμαξε πιο πολύ. Ήμουν καθηλωμένος στο κρεβάτι και δεν μπορούσα να κοιτάξω τίποτε άλλο παρά μόνο εσένα. Πήγα να γυρίσω μα όπου και αν γύριζα γύριζε μαζί μου ολόκληρο το δωμάτιο. Όταν αποφάσισα να κουνήσω το χέρι μου, ανακάλυψα ότι δεν έβλεπα το σώμα μου. Δεν υπήρχαν μέλη, χέρια, πόδια, παρά μόνο τα μάτια μου που έμεναν ακίνητα στο ίδιο σημείο.
- Αυτό και αν ακούγεται περίεργο, είπε η Λία. Τι κάνει ο έρωτας, πρόσθεσε χωρίς να χαμογελάσει αυτή τη φορά. Ένα κοντινό σκαθάρι κατάλαβε το υπονοούμενο και άρχισε να γυρίζει γύρω από τον εαυτό του προσπαθώντας να δείξει την αποδοχή του. Καταλαβαίνοντας την αποτυχία του να εντυπωσιάσει τη Λία, μούγκρισε με τον τρόπο που μουγκρίζουν τα σκαθάρια και απομακρύνθηκε πικραμένο.
- Δεν είναι αστείο μάτια μου, απάντησε ο Παύλος. Καταλαβαίνεις, ένοιωθα σαν να είχα πεθάνει, σαν όλα αυτά να τα έβλεπα μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου. Δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου, τα πάντα φαίνονταν λες και είχαν τοποθετηθεί επίτηδες σε προκαθορισμένες θέσεις, λες και με προκαλούσαν να δείξω στον εαυτό μου την ανικανότητά μου. Κι εσύ...
- Εγώ τι;

Της Λίας της φαινόταν υπερβολή αυτή η ιστορία. Άλλωστε δεν ήταν παρά μόνο ένα όνειρο. Σκέφτηκε για μια στιγμή να προτείνει στον Παύλο τη θεραπεία που γνώριζε για τους εφιάλτες, ουσιαστικά τη μόνη θεραπεία που γνώριζε για τα πάντα εκτός από την κούραση, αλλά η τρεμούλα στα χείλια και στα χέρια του την επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήταν ολοφάνερα ακόμα αρκετά ταραγμένος, και όσο θυμόταν το τι είδε, τόσο πιο πολύ έτρεμε.

- Δεν ξέρω...
- Αγάπη μου, μήπως δεν θα έπρεπε να συνεχίσεις...
- Εσύ στεκόσουν ξαπλωμένη και με κοιτούσες, αν υπήρχε βέβαια κάτι για να κοιτάξεις... γύρω σου φύτρωναν με τρομακτική ταχύτητα αγκάθια, δεν είμαι σίγουρος για αυτό, αλλά κάτι μεγάλωνε γύρω από το σώμα σου. Ώσπου άρχισαν να σε τρυπάνε. Δεν έτρεχε αίμα, Θεέ μου... δεν υπήρχε τίποτα, απλά σε διαπερνούσαν όπως το μαχαίρι όταν κόβεις το ψωμί. Φώναξα, αλλά συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε στόμα για να βγει φωνή. Έμοιαζες να μην καταλαβαίνεις... να μην αισθάνεσαι. Σιγά σιγά εξαφανιζόσουν μέσα στα αγκάθια.

Ο ήλιος τώρα σιγοσφύριζε υπέρλαμπρος δήθεν αδιάφορα, προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία του για τη Λία, μη θέλοντας να δείξει τη ζήλια του για τη λάμψη της. Σκέφτηκε για μια στιγμή να φορέσει μαύρα γυαλιά, αλλά αυτό του φάνηκε τουλάχιστον γελοίο. Για να σκοτώσει την ώρα του εξάτμισε αρκετούς νερόλακκους και κατέστησε άχρηστα αρκετά πανωφόρια αγουροξυπνημένων, εργατικών ανθρώπων.

- Και μετά;
- Μετά έμειναν μόνο τα αγκάθια...
- Εγώ που πήγα;
- Σαν να σε καταβρόχθιζαν, ναι, Θεέ μου, θυμάμαι... κάθε σου κομμάτι ρουφήχτηκε από αυτά και έγινε ένα με αυτά... μετά εξαφανίστηκαν με τη σειρά τους και έμεινα μόνος, ένα ζευγάρι μάτια στο κρεβάτι να μην μπορώ να κρατήσω τίποτα. Όλα φαίνονταν παγερά αδιάφορα για την ύπαρξή μου, αν
μπορεί κανείς να την πει ύπαρξη.

Ο Παύλος ήταν φανερά σοκαρισμένος και η Λία τον αγκάλιασε τρυφερά. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τον τάραξε τόσο αυτό το όνειρο, δεν υπήρχε λόγος τώρα πια. Έβαλε τα κλάματα. Η Λία σκούπισε τα δάκρυά του στο στήθος της και η ρόμπα λίγο απρόθυμα στην αρχή, άνοιξε λίγο περισσότερο για να υποδεχθεί την υγρασία στο στεγνό της σώμα. Ο ήλιος αισθάνθηκε λίγο καλύτερα τώρα που ο Παύλος του έδινε την ευκαιρία να λάμψει λίγο περισσότερο κρύβοντας με το σώμα του ένα μέρος του ανταγωνιστή του.

- Πάμε μέσα λίγο, να ηρεμήσεις, είπε η Λια και τον τράβηξε προς την είσοδο. Ο Παύλος ακολούθησε άβουλα.

Το δωμάτιο είχε όλα τα παράθυρα κλειστά, αλλά έβλεπαν μια χαρά. Η Λία δεν ήξερε άλλον τρόπο να καθησυχάσει τον εκλεκτό της καρδιάς της και έτσι έκανε το χατίρι για το οποίο όλα της τα ρούχα εκλιπαρούσαν. Η ρόμπα, ελεύθερη πλέον, γλίστρησε από τους ώμους της και έπεσε περισσότερο από πρόθυμη στο πάτωμα. Το δωμάτιο έλαμψε και τα παράθυρα απόκτησαν για άλλη μια φορά ένα σύνδρομο κατωτερότητας. Είχαν σκουριάσει τόσο καιρό αχρησιμοποίητα.

Ο Παύλος έμεινε να την κοιτά αποσβολωμένος. Πόσο τον αγαπούσε... θα έκανε τα πάντα για αυτόν, ήθελε να γίνει ένα με την ψυχή του, να μπει μέσα στην ίδια του την ύπαρξη. Ήταν τόσο ευαίσθητος, πιο εύθραυστος από ένα λεπτό γυαλί, τόσο όμορφος μέσα της που θα μπορούσε να πεθάνει για χάρη
του.

Το κρεβάτι έτριξε με θυμό καθώς τα δύο σώματα έπεφταν επάνω του κάπως απρόθυμα, ο Παύλος δεν αντέδρασε καθώς τον τραβούσε η Λία. Ξάπλωσε δίπλα του και του χάιδεψε απαλά τα μαλλιά.

- Ας το ξεχάσουμε όλο αυτό, καρδιά μου.

Τα μάτια του Παύλου την κοιτούσαν αφηρημένα.

"Μάτια μου, τι έπαθες;"

Καμία απάντηση. Ο Παύλος έμοιαζε να μην υπάρχει, σαν να μην μπορούσε να κινήσει τίποτα, ούτε τα μάτια του, σαν να είχε συμβεί κάτι που τον είχε καρφώσει άναυδο στη θέση αυτή.

"Παύλο;"

...άνοιξε το στόμα του...

- Τι έπαθες Παύλο μου;
- Κατάλαβα...
- Τι κατάλαβες;
- ήλιος... ξημερώνει... ονειρεύεσαι ακόμα! Κοιτά λίγο έξω.

Απορημένη σηκώθηκε μην αφήνοντας τον Παύλο ούτε μια στιγμή από τα μάτια της. Τα παραθυρόφυλλα τραγούδησαν το παλιό καλό τραγούδι της σκουριάς ικανοποιημένα που τους δόθηκε επιτέλους η ευκαιρία να εκφράσουν την καλλιτεχνική τους αυτή τάση. Σήκωσε τα σκούρα καφετιά φύλλα που τινάχτηκαν προς τα πάνω, μπαίνοντας από το σκοτάδι στο σκοτάδι.

Ένα αστέρι της δώρισε την κοροϊδευτική του λάμψη και της φάνηκε ότι όλα μαζί σχημάτιζαν μια χορωδία που της τραγουδούσε κατάμουτρα τη σερενάτα του σκότους και της ανυπαρξίας σε Μαύρο Ελάσσονα. Ανατρίχιασε.

- Παύλο, τι συμβαίνει;

Το φως αρνιόταν πεισματικά να δώσει τη θέση του στη μελανή κουβέρτα του χάρτη του σύμπαντος. Το ρολόι της εκκλησίας που βρισκόταν απέναντι χτύπησε επιδεικτικά δύο φορές.

- Απλά... ονειρεύεσαι. Η φωνή του ακουγόταν αδύναμη τώρα. Δεν συνέβη τίποτα... κατάλαβα... τόσος καιρός και είναι μόνο η ίδια νύχτα... φαινόταν τόσο όμορφο... σ' ευχαριστώ...
- Παύλο, είσαι καλά;

Ο Παύλος σήκωσε το χέρι του και το έφερε στο μέτωπό του. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και το ξανάβγαλε από τη μεριά του στόματός του. Τα σκεπάσματα διακρίνονταν κάτω από το κορμί του, μέσα από αυτό.

- Δεν υπάρχω...

Η Λία έμεινε κοκαλωμένη στη θέση της. Το δωμάτιο μίκραινε. Είχε πάρει τώρα ένα σχήμα σφαιρικό και γινόταν ολοένα και μικρότερο. Οι τοίχοι καταβρόχθιζαν τα γωνιακά έπιπλα με βουλιμία.

- Σ' ευχαριστώ που μου έδωσες την ευκαιρία...

Ο Παύλος χαμογελούσε, μόνο που τώρα φαινόταν καθαρά το μαξιλάρι πίσω από τα λευκά του δόντια. Φαινόταν σαν να γίνεται ένα με το χώρο, σαν κάτι να τον ρουφούσε διεκδικώντας τον από εκείνη.

- Παύλο, τι συμβαίνει;

Κρύος ιδρώτας την έλουσε καθώς συνειδητοποιούσε ότι όλα όσα πριν από λίγο υπήρχαν μέσα στο δωμάτιο είχαν εξαφανιστεί. Ένα λευκό φως έκανε σιγά σιγά την εμφάνισή του δίπλα και γύρω από τον Παύλο.

- Τόσα χρόνια... λίγα μόνο λεπτά... σ' αγαπώ... λίγα μόνο λεπτά... λίγες στιγμές... σ' ευχαριστώ...

Τώρα πια το φως είχε γίνει δυνατό και ο κύκλος είχε μικρύνει αφήνοντας χώρο μόνο για εκείνη και τον Παύλο. Το φως τόνιζε το περίγραμμα του δωματίου γύρω και μέσα από εκείνον. Μόνο ένα μικρό κομμάτι του φαινόταν τώρα, το σώμα του είχε σχεδόν εξαφανιστεί, της φάνηκε πως άκουγε τις λέξεις "θα τα ξαναπούμε" πριν απομείνουν τα μάτια του να την κοιτούν με λατρεία, πριν εξαφανιστούν και αυτά στο λευκό φως που ικανοποιημένο άρχισε να σιγοσβήνει.

- Π Α Υ Λ Ο ! ! !

Το ουρλιαχτό της τάραξε την ηρεμία του πρωινού. Καθώς το σώμα της τινάχτηκε επάνω στο κρεβάτι, ο χορός των σύννεφων για την υποδοχή του παντοτινά ανατέλλοντος Ηλίου και την αναγγελία του προσωρινού θανάτου της Σελήνης σταμάτησε για μια μόνο στιγμή. Τα σύννεφα ήταν σαν κάτι που έμοιαζε με ανθρώπινη μορφή περισσότερο.

Έπιασε στα χέρια της το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο τρέμοντας. Οι γεροντικές της φλέβες πήγαιναν να σπάσουν από την ένταση. Ο ιδρώτας κύλησε αργά από το μέτωπό της προς το άνοιγμα της ρόμπας της και χάθηκε για πάντα ανάμεσα στις ζάρες του ηλικιωμένου κορμιού της.

Έκλεισε τα μάτια και ξαναξάπλωσε κλαίγοντας σιωπηλά στο κρεβάτι.

Και ο ήλιος ανέτειλε χαμογελώντας θριαμβευτικά.

(για την αγαπημένη μου, όπου κι αν βρίσκεται...)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου